πλαξιππος

πλαξιππος
    πλάξιππος
    2
    дор. = πλήξιππος См. πληξιππος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλαξιππος" в других словарях:

  • πλάξιππος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος …   Dictionary of Greek

  • πλάξιππος — πλά̱ξιππος , πλήξιππος striking masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήξιππος — και δωρ. τ. πλάξιππος, ον, Α αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ. β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι τού πλήσσω* (πρβλ. πλήξις) + ίππος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»